-
1 συγχοω...
συγχόω...συγχώννυμι, συγχόω(fut. συγχώσω; pf. pass. συγκέχωσμαι)1) засыпать землей, заваливать(τοὺς τάφους, τὰ ὕδατα Her.)
2) насыпать, возводить(τὸ μνῆμα Plut.)
3) зарывать, хоронить(τοὺς νεκροὺς εἰς τὸ φρέαρ Plut.)
4) срывать, разрушать5) смешиватьσ. κῦμα πόντου τῶν τ΄ ἄστρων διόδους Aesch. — смешивать морские валы с путями звезд, т.е. ставить весь мир вверх дном
-
2 συγχωννυμι
συγχώννυμι, συγχόω(fut. συγχώσω; pf. pass. συγκέχωσμαι)1) засыпать землей, заваливать(τοὺς τάφους, τὰ ὕδατα Her.)
2) насыпать, возводить(τὸ μνῆμα Plut.)
3) зарывать, хоронить(τοὺς νεκροὺς εἰς τὸ φρέαρ Plut.)
4) срывать, разрушать5) смешиватьσ. κῦμα πόντου τῶν τ΄ ἄστρων διόδους Aesch. — смешивать морские валы с путями звезд, т.е. ставить весь мир вверх дном
См. также в других словарях:
Ινδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδίας Έκταση: 3.287.590 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.029.991.145 (2001) Πρωτεύουσα: Νέο Δελχί (12.791.458 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει Α με το Μπαγκλαντές και τη Μυανμάρ (Βιρμανία), Β με την Κίνα και… … Dictionary of Greek